- διαμυδαλέος
- διαμυδαλέος, -α, -ον (Α)[μυδαλέος]φρ. «διαμυδαλέα δάκρυα» — δάκρυα που πλημμυρίζουν, μουσκεύουν το πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαμυδαλέους — διαμῡδαλέους , διαμυδαλέος drenching masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)